ταινία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταινία | οι | ταινίες |
γενική | της | ταινίας | των | ταινιών |
αιτιατική | την | ταινία | τις | ταινίες |
κλητική | ταινία | ταινίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταινία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταινία. Για το παράσιτο, ελληνιστική σημασία.
- για την κινηματογραφική ταινία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική bande [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /teˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ται‐νί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταινία θηλυκό
- στενή λωρίδα από ύφασμα ή άλλο υλικό που μπορεί και να τυλιχτεί σε ρολό
- εκφράσεις: μονωτική ταινία: αυτοκόλλητη ταινία που χρησιμοποιείται για να απομονωθούν ηλεκτρικά καλώδια
- (κινηματογράφος) κινηματογραφικό έργο με μεγάλη ή μικρή διάρκεια
- ↪ ταινία μεγάλου μήκους, ταινία μικρού μήκους
- (ιατρική, κτηνιατρική, παράσιτο) παρασιτικός οργανισμός που προσβάλλει τα έντερα του ανθρώπου και άλλων ζώων
- → δείτε τη λέξη εχινόκοκκος
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στενή λωρίδα υφάσματος ή άλλου υλικού
|
μονωτική ταινία
|
παρασιτικός οργανισμός
επεξεργασία
- ↑ ταινία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ταινία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ταινία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.