Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tape tapes

tape (en)

  1. η μαγνητοταινία
  2. το σελοτέιπ
  3. electrical tape: μονωτική ταινία
ενεστώτας tape
γ΄ ενικό ενεστώτα tapes
αόριστος taped
παθητική μετοχή taped
ενεργητική μετοχή taping

tape (en)

  1. κολλάω με κάποιο είδος ταινίας/σελοτέιπ
    I taped these labels to the board.
    Κόλλησα αυτές τις ετικέτες στον πίνακα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stick
  2. καταγράφω, εγγράφω τον ήχο, ηχογραφώ, μαγνητοφωνώ
    I tape a speech - εγγράφω μια ομιλία
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη record
  3. (κινηματογράφος) καταγράφω, εγγράφω σε ταινία, κινηματογραφώ, βιντεοσκοπώ
    The events were taped with my camera.
    Mε την κάμερα μου καταγράφηκαν τα γεγονότα.
     συνώνυμα: videotape, → και δείτε τη λέξη record
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 460. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κολλώ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tape (fr) θηλυκό