stick
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
stick | sticks |
stick (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | stick |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | sticks |
αόριστος | stuck |
παθητική μετοχή | stuck |
ενεργητική μετοχή | sticking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
stick (en)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- stick around (περιτριγυρίζω)
- stick at (επιμένω)
- stick for (υπερασπίζω)
- stick in/into (μπήγω)
- stick on (επικολλώ)
- stick out (προεξέχω)
- stick together (εκφράζω την αλληλεγγύη μου)
- stick up (ληστεύω)