• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

stick

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ουσιαστικό
    • 1.2 Ρήμα
    • 1.3 Εκφράσεις

Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
stick sticks

stick (en)

  1. ράβδος, βέργα
  2. μπαστούνι, βακτηρία
  3. κόλλα
  4. ξυλιά
  5. (ιδιωματικό) ιστιοσανίδα
  6. (ιδιωματικό) τσιγαριλίκι

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεστώτας stick
γ΄ ενικό ενεστώτα sticks
αόριστος stuck
παθητική μετοχή stuck
ενεργητική μετοχή sticking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

stick (en)

  1. κολλώ
  2. δένω
  3. μπήγω
  4. σπρώχνω

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • stick around (περιτριγυρίζω)
  • stick at (επιμένω)
  • stick for (υπερασπίζω)
  • stick in/into (μπήγω)
  • stick on (επικολλώ)
  • stick out (προεξέχω)
  • stick together (εκφράζω την αλληλεγγύη μου)
  • stick up (ληστεύω)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=stick&oldid=4133662"
Τελευταία επεξεργασία στις 20 Οκτωβρίου 2019, στις 11:59

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 20 Οκτωβρίου 2019, στις 11:59.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie