Δείτε επίσης: σελοφάν
 
Σελοτέιπ σε θήκη για εύκολο κόψιμο.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σελοτέιπ < (λόγιο δάνειο) αγγλική sellotape, ανάγνωση της λέξης με μετακίνηση τόνου: /ˈsɛləteɪp/   < Sellotape (ομώνυμη μάρκα βρετανικής κολλητικής ταινίας)[1][2] Δείτε περισσότερα στο sellotape

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /se.loˈtei̯p/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σε‐λο‐τέιπ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σελοτέιπ ουδέτερο άκλιτο

  • (γραφική ύλη) κολλητική ταινία, συχνά διάφανη, με μικρό πλάτος για χρήση γραφείου
    ⮡  Αγόρασα ένα ωραίο σελοτέιπ με χριστουγεννιάτικα δέντρα και Αη-Βασίληδες για να τυλίξω τα φετινά μου δώρα.
    ⮡  Εκτός από το σελοτέιπ υπάρχουν μεγαλύτερες κολλητικές ταινίες, κατάλληλες για χαρτόνια και κούτες.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Υπερώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελοτέιπ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.