κινηματογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κινηματογραφώ < κινηματογράφ(ος) + -ώ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cinématographe < αρχαία ελληνική κίνημα + γράφω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.ni.ma.to.ɣɾaˈfo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐νη‐μα‐το‐γρα‐φώ
Ρήμα
επεξεργασίακινηματογραφώ (παθητική φωνή: κινηματογραφούμαι)
- καταγράφω με κάμερα κάποιο γεγονός και το εγγράφω σε κάποιο μέσο (σκληρό δίσκο, ειδική μνήμη, φιλμ κ.ά), ώστε να μπορεί αργότερα να προβληθεί με κάποια συσκευή προβολής
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις κινηματογράφος, κινώ και γράφω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κινηματογραφώ | κινηματογραφούσα | θα κινηματογραφώ | να κινηματογραφώ | κινηματογραφώντας | |
β' ενικ. | κινηματογραφείς | κινηματογραφούσες | θα κινηματογραφείς | να κινηματογραφείς | (κινηματογράφει) | |
γ' ενικ. | κινηματογραφεί | κινηματογραφούσε | θα κινηματογραφεί | να κινηματογραφεί | ||
α' πληθ. | κινηματογραφούμε | κινηματογραφούσαμε | θα κινηματογραφούμε | να κινηματογραφούμε | ||
β' πληθ. | κινηματογραφείτε | κινηματογραφούσατε | θα κινηματογραφείτε | να κινηματογραφείτε | κινηματογραφείτε | |
γ' πληθ. | κινηματογραφούν(ε) | κινηματογραφούσαν(ε) | θα κινηματογραφούν(ε) | να κινηματογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κινηματογράφησα | θα κινηματογραφήσω | να κινηματογραφήσω | κινηματογραφήσει | ||
β' ενικ. | κινηματογράφησες | θα κινηματογραφήσεις | να κινηματογραφήσεις | κινηματογράφησε | ||
γ' ενικ. | κινηματογράφησε | θα κινηματογραφήσει | να κινηματογραφήσει | |||
α' πληθ. | κινηματογραφήσαμε | θα κινηματογραφήσουμε | να κινηματογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | κινηματογραφήσατε | θα κινηματογραφήσετε | να κινηματογραφήσετε | κινηματογραφήστε | ||
γ' πληθ. | κινηματογράφησαν κινηματογραφήσαν(ε) |
θα κινηματογραφήσουν(ε) | να κινηματογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κινηματογραφήσει | είχα κινηματογραφήσει | θα έχω κινηματογραφήσει | να έχω κινηματογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κινηματογραφήσει | είχες κινηματογραφήσει | θα έχεις κινηματογραφήσει | να έχεις κινηματογραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κινηματογραφήσει | είχε κινηματογραφήσει | θα έχει κινηματογραφήσει | να έχει κινηματογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κινηματογραφήσει | είχαμε κινηματογραφήσει | θα έχουμε κινηματογραφήσει | να έχουμε κινηματογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κινηματογραφήσει | είχατε κινηματογραφήσει | θα έχετε κινηματογραφήσει | να έχετε κινηματογραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κινηματογραφήσει | είχαν κινηματογραφήσει | θα έχουν κινηματογραφήσει | να έχουν κινηματογραφήσει |
|