κινηματογραφούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακινηματογραφούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος κινηματογραφώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κινηματογραφούμαι | κινηματογραφούμουν | θα κινηματογραφούμαι | να κινηματογραφούμαι | ||
β' ενικ. | κινηματογραφείσαι | κινηματογραφούσουν | θα κινηματογραφείσαι | να κινηματογραφείσαι | ||
γ' ενικ. | κινηματογραφείται | κινηματογραφούνταν | θα κινηματογραφείται | να κινηματογραφείται | ||
α' πληθ. | κινηματογραφούμαστε | κινηματογραφούμασταν κινηματογραφούμαστε |
θα κινηματογραφούμαστε | να κινηματογραφούμαστε | ||
β' πληθ. | κινηματογραφείστε | κινηματογραφούσασταν κινηματογραφούσαστε |
θα κινηματογραφείστε | να κινηματογραφείστε | κινηματογραφείστε | |
γ' πληθ. | κινηματογραφούνται | κινηματογραφούνταν | θα κινηματογραφούνται | να κινηματογραφούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κινηματογραφήθηκα | θα κινηματογραφηθώ | να κινηματογραφηθώ | κινηματογραφηθεί | ||
β' ενικ. | κινηματογραφήθηκες | θα κινηματογραφηθείς | να κινηματογραφηθείς | κινηματογραφήσου | ||
γ' ενικ. | κινηματογραφήθηκε | θα κινηματογραφηθεί | να κινηματογραφηθεί | |||
α' πληθ. | κινηματογραφηθήκαμε | θα κινηματογραφηθούμε | να κινηματογραφηθούμε | |||
β' πληθ. | κινηματογραφηθήκατε | θα κινηματογραφηθείτε | να κινηματογραφηθείτε | κινηματογραφηθείτε | ||
γ' πληθ. | κινηματογραφήθηκαν κινηματογραφηθήκαν(ε) |
θα κινηματογραφηθούν(ε) | να κινηματογραφηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κινηματογραφηθεί | είχα κινηματογραφηθεί | θα έχω κινηματογραφηθεί | να έχω κινηματογραφηθεί | κινηματογραφημένος | |
β' ενικ. | έχεις κινηματογραφηθεί | είχες κινηματογραφηθεί | θα έχεις κινηματογραφηθεί | να έχεις κινηματογραφηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κινηματογραφηθεί | είχε κινηματογραφηθεί | θα έχει κινηματογραφηθεί | να έχει κινηματογραφηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κινηματογραφηθεί | είχαμε κινηματογραφηθεί | θα έχουμε κινηματογραφηθεί | να έχουμε κινηματογραφηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κινηματογραφηθεί | είχατε κινηματογραφηθεί | θα έχετε κινηματογραφηθεί | να έχετε κινηματογραφηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κινηματογραφηθεί | είχαν κινηματογραφηθεί | θα έχουν κινηματογραφηθεί | να έχουν κινηματογραφηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κινηματογραφούμαι
|