Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιντεοσκοπώ < βίντεο + -ο- + -σκοπώ

  Ρήμα επεξεργασία

βιντεοσκοπώ (παθητική φωνή: βιντεοσκοπούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία