βίντεο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βίντεο < (άμεσο δάνειο) αγγλική video < λατινική video (βλέπω) < πρωτοϊταλική *widēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weyd- (βλέπω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvi.de.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βί‐ντε‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβίντεο ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός) σύστημα εγγραφής και αναπαραγωγής κινούμενων εικόνων με ήχο (VHS, Beta, Hi8, κ.λπ.)∙ διακρίνεται πλέον σε αναλογικό και ψηφιακό
- ⮡ Η ταινία είναι γυρισμένη εξολοκλήρου σε βίντεο.
- ≈ συνώνυμα: εικονοσειρά
- (κατ’ επέκταση) δημιούργημα κινούμενων εικόνων με ήχο, βιντεοσκοπημένο σε μαγνητική ή ψηφιακή ταινία (ή άλλο μέσο)
- ⮡ Θα μου στείλεις το βίντεο της παράστασης;
- ≈ συνώνυμα: βιντεοταινία
- (κατ’ επέκταση) ηλεκτρονική συσκευή εγγραφής και αναπαραγωγής βιντεοταινιών
- ⮡ Αγόρασε καινούριο βίντεο, αλλά του κάηκε τη δεύτερη μέρα.
- ≈ συνώνυμα: μαγνητοσκόπιο, οπτικογράφημα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- βιντεογραφία
- βιντεογράφηση
- βιντεοδιαφήμιση
- βιντεοδίσκος
- βιντεοεγγραφή
- βιντεοενδοσκόπιο
- βιντεοεφημερίδα
- βιντεοθήκη
- βιντεοκάμερα
- βιντεοκλάμπ
- βιντεομανία
- βιντεομανής
- βιντεοκασέτα
- βιντεοπαιχνίδι
- βιντεοπειρατεία
- βιντεοπειρατής
- βιντεοπροβολέας
- βιντεοπροτζέκτορας
- βιντεοσκόπηση
- βιντεοσκοπώ
- βιντεοταινία
- βιντεοτέξ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- βίντεο στη Βικιπαίδεια
Σημειώσεις
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βίντεο | τα | βίντεα |
γενική | του | βίντεου | των | βίντεων |
αιτιατική | το | βίντεο | τα | βίντεα |
κλητική | βίντεο | βίντεα | ||
Λαϊκοί ή ειρωνικοί κλιτικοί τύποι. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- και κλιτικοί τύποι σε ειρωνικά συμφραζόμενα ή σε λαϊκότροπο ύφος.
- ※ Ευτυχώς που υπάρχουν και τα βίντεα μερικές φορές, ευτυχώς που υπάρχει το Γιουτούμπι. (*)