Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιντεοπροτζέκτορας οι βιντεοπροτζέκτορες
      γενική του βιντεοπροτζέκτορα των (βιντεοπροτζεκτόρων)
    αιτιατική τον βιντεοπροτζέκτορα τους βιντεοπροτζέκτορες
     κλητική βιντεοπροτζέκτορα βιντεοπροτζέκτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιντεοπροτζέκτορας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική video projector < video (βίντεο) & projector (προτζέκτορας)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιντεοπροτζέκτορας αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία