Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιντεοπροβολέας οι βιντεοπροβολείς
      γενική του βιντεοπροβολέα των βιντεοπροβολέων
    αιτιατική τον βιντεοπροβολέα τους βιντεοπροβολείς
     κλητική βιντεοπροβολέα βιντεοπροβολείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
βιντεοπροβολέας προσαρτημένος στο ταβάνι

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιντεοπροβολέας (νεολογισμός) < βίντεο + προβολέας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική video projector

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vi.de.o.pɾo.voˈle.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐ντε‐ο‐προ‐βο‐λέ‐ας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιντεοπροβολέας αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία