Ετυμολογία

επεξεργασία
video < (άμεσο δάνειο) αγγλική video < λατινική video

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

video (it)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
video < (κληρονομημένο) πρωτοϊταλική *widēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd- (βλέπω) Συγγενές με την αρχαία ελληνική οἶδα.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈwi.de.oː/
 

video (la), vidi, visum, videre

  1. βλέπω, κοιτάζω
  2. αντιλαμβάνομαι, κατανοώ
  3. (παθητική φωνή) φαίνεται, θεωρείται
  4. (παθητική φωνή, απρόσωπο) μου φαίνεται

Συγγενικά

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

video (λατινικά)

παλαιά γαλλικά
γαλλικά: voir

και δείτε video (Latin - descendants) στο αγγλικό Βικιλεξικό