βιντεογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βιντεογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: videography < λατινική video + αρχαία ελληνική γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιντεογραφία θηλυκό
- (νεολογισμός) λίστα με ταινίες, ντοκιμαντέρ κ.λπ., καμωμένη με διάφορα κριτήρια
- ※ Σκέφτομαι ότι η συγγραφέας είδε ολόκληρες και τις 700 ταινίες που αναφέρονται στη βιντεογραφία των τελευταίων σελίδων. Από μόνο του αυτό φαντάζει με άθλο. (εφ. Τα Νέα, 08.08.2014)
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του βιντεογραφώ
- άλλες μορφές: βιντεογράφηση
- ≈ συνώνυμα: μαγνητοσκόπηση
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βιντεογραφία