βιβλιογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βιβλιογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική bibliographie[1] < αρχαία ελληνική βιβλίον + γράφω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vi.vli.o.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐βλι‐ο‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιβλιογραφία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βιβλιογραφία
- ↑ βιβλιογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας