Δείτε επίσης: βιβλιογραφῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βιβλιογραφώ < βιβλιογράφος + [1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική bibliographier[2] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bibliographize[2])

βιβλιογραφώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. βιβλιογραφώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 βιβλιογραφώΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)