βιβλιογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βιβλιογραφώ < βιβλιογράφος + -ώ[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική bibliographier[2] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bibliographize[2])
Ρήμα
επεξεργασίαβιβλιογραφώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βιβλιογραφώ | βιβλιογραφούσα | θα βιβλιογραφώ | να βιβλιογραφώ | βιβλιογραφώντας | |
β' ενικ. | βιβλιογραφείς | βιβλιογραφούσες | θα βιβλιογραφείς | να βιβλιογραφείς | (βιβλιογράφει) | |
γ' ενικ. | βιβλιογραφεί | βιβλιογραφούσε | θα βιβλιογραφεί | να βιβλιογραφεί | ||
α' πληθ. | βιβλιογραφούμε | βιβλιογραφούσαμε | θα βιβλιογραφούμε | να βιβλιογραφούμε | ||
β' πληθ. | βιβλιογραφείτε | βιβλιογραφούσατε | θα βιβλιογραφείτε | να βιβλιογραφείτε | βιβλιογραφείτε | |
γ' πληθ. | βιβλιογραφούν(ε) | βιβλιογραφούσαν(ε) | θα βιβλιογραφούν(ε) | να βιβλιογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βιβλιογράφησα | θα βιβλιογραφήσω | να βιβλιογραφήσω | βιβλιογραφήσει | ||
β' ενικ. | βιβλιογράφησες | θα βιβλιογραφήσεις | να βιβλιογραφήσεις | βιβλιογράφησε | ||
γ' ενικ. | βιβλιογράφησε | θα βιβλιογραφήσει | να βιβλιογραφήσει | |||
α' πληθ. | βιβλιογραφήσαμε | θα βιβλιογραφήσουμε | να βιβλιογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | βιβλιογραφήσατε | θα βιβλιογραφήσετε | να βιβλιογραφήσετε | βιβλιογραφήστε | ||
γ' πληθ. | βιβλιογράφησαν βιβλιογραφήσαν(ε) |
θα βιβλιογραφήσουν(ε) | να βιβλιογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βιβλιογραφήσει | είχα βιβλιογραφήσει | θα έχω βιβλιογραφήσει | να έχω βιβλιογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις βιβλιογραφήσει | είχες βιβλιογραφήσει | θα έχεις βιβλιογραφήσει | να έχεις βιβλιογραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει βιβλιογραφήσει | είχε βιβλιογραφήσει | θα έχει βιβλιογραφήσει | να έχει βιβλιογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βιβλιογραφήσει | είχαμε βιβλιογραφήσει | θα έχουμε βιβλιογραφήσει | να έχουμε βιβλιογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε βιβλιογραφήσει | είχατε βιβλιογραφήσει | θα έχετε βιβλιογραφήσει | να έχετε βιβλιογραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βιβλιογραφήσει | είχαν βιβλιογραφήσει | θα έχουν βιβλιογραφήσει | να έχουν βιβλιογραφήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία βιβλιογραφώ
- ↑ βιβλιογραφώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 βιβλιογραφώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)