βιβλιογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βιβλιογράφος < (λόγιο δάνειο) γαλλική bibliographe < βιβλιο- + -γράφος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vi.vli.oˈɣra.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐βλι‐ο‐γρά‐φος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βιβλιογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) άτομο του οποίου η απασχόληση είναι η βιβλιογραφία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βιβλιογράφος
Πηγές
επεξεργασία
- βιβλιογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας