βιβλίον
Ετυμολογία
επεξεργασία- βιβλίον < αρχαία ελληνική βιβλίον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιβλίον ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βιβλίον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βιβλίον | τὰ | βιβλίᾰ |
γενική | τοῦ | βιβλίου | τῶν | βιβλίων |
δοτική | τῷ | βιβλίῳ | τοῖς | βιβλίοις |
αιτιατική | τὸ | βιβλίον | τὰ | βιβλίᾰ |
κλητική ὦ! | βιβλίον | βιβλίᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βιβλίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βιβλίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βιβλίον < βίβλ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίον < βύβλος < Βύβλος (πόλη της Φοινίκης, από όπου εισαγόταν κατεργασμένος πάπυρος) < χαναανικό G-B-L (Gubla), συγγενές με το εβραϊκό גבל (Gebal) και το αραβικό جبيل (λιβανοαραβικό Jbeil)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιβλίον ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- βιβλαρίδιον
- βιβλάριον
- βιβλιαγράφος
- βιβλιαίγισθος
- Βιβλιαίγισθος
- βιβλιακός
- βιβλιαρίδιον
- βιβλιάριον
- Βιβλιαφόριον
- βιβλιαφόρος
- βιβλιδάριον
- βιβλίδιον
- βιβλιογραφέω
- βιβλιογραφία
- βιβλιογράφος
- βιβλιοθήκη
- βιβλιοκάπηλος
- βιβλιολάθας
- βιβλιομαχέω
- βιβλιοπωλεῖον
- βιβλιοπώλης
- βιβλιοφορέω
- βιβλιοφόριον
- βιβλιοφόρος
- βιβλιοφυλακεῖον
- βιβλιοφυλακέω
- βιβλιοφυλακία
- βιβλιοφυλάκιον
- βιβλιοφύλαξ
- βιβλογράφος
- βιβλοπώλης
Πηγές
επεξεργασία- βιβλίον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βιβλίον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.