βυβλίον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βυβλίον | τὰ | βυβλίᾰ |
γενική | τοῦ | βυβλίου | τῶν | βυβλίων |
δοτική | τῷ | βυβλίῳ | τοῖς | βυβλίοις |
αιτιατική | τὸ | βυβλίον | τὰ | βυβλίᾰ |
κλητική ὦ! | βυβλίον | βυβλίᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βυβλίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βυβλίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βυβλίον < → δείτε τη λέξη βιβλίον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβυβλίον ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη βιβλίον