βιβλιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβιβλιακός
- που έχει σχέση με το βιβλίο ή αναφέρεται σ’ αυτό
- ※ Κι όταν, αναγκασμένος κάπου να διοριστεί, τοποθετήθηκε στη Βιβλιοθήκη της Γερουσίας, είδε το αγαπημένο του βιβλιακό περιβάλλον να τον συνοδεύει και στη νέα του θέση. (Έλλη Αλεξίου (1975) Ανατόλ Φρανς [δοκίμιο])
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βιβλιακός
|