Δείτε επίσης: -ίον

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ιον < αρχαία ελληνική -ιον, συχνά με υποκοριστική σημασία

  Επίθημα επεξεργασία

-ιον (καθαρεύουσα)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

-ιον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ιον, συχνά με υποκοριστική σημασία (όπως από την (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -ιον)

  Επίθημα επεξεργασία

-ιον και -ίον, -ιν

  1. κατάληξη για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών
    γελῶ > γέλ'ιον
    ἀγγαρεία > ἀγγάρ'ιον
  2. κατάληξη για το σχηματισμό ουδέτερων [επίθημα|επιθημάτων]], συχνά υποκοριστικών
    -άριον, -ίδιον
  3. (υποκοριστικό) επίθημα, συνήθως στη μορφή -ιν

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

-ιον: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθήματος επεξεργασία

-ιον



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ιον < ουδέτερο του -ιος[1]

  Επίθημα επεξεργασία

-ιον

  1. μετουσιαστικό, συχνά υποκοριστικό επίθημα
    φρούριον
  2. μεταρηματικό επίθημα
    κυνηγῶ > κυνήγιον

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. §289 - Debrunner, Albert (1917) Griechische Wortbildungslehre. (O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική) Mετάφραση: Ηλίας Τσιριγκάκης, επιμέλεια: Ευάγγελος Πετρούνιας, στο @greek-language.gr, 2008.