πάπυρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πάπυρος | οι | πάπυροι |
γενική | του | πάπυρου & παπύρου |
των | πάπυρων & παπύρων |
αιτιατική | τον | πάπυρο | τους | πάπυρους & παπύρους |
κλητική | πάπυρε | πάπυροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πάπυρος < αρχαία ελληνική πάπυρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπάπυρος αρσενικό
- το φυτό Cyperus papyrus, ιθαγενές στην κοιλάδα του ποταμού Νείλου
- γραφική ύλη παρόμοια με το χαρτί, από τα φύλλα αυτού του φυτού
- έγγραφο γραμμένο σε ένα κομμάτι τέτοιας γραφικής ύλης