πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η παπυρολόγος οι παπυρολόγοι
      γενική του/της παπυρολόγου των παπυρολόγων
    αιτιατική τον/την παπυρολόγο τους/τις παπυρολόγους
     κλητική παπυρολόγε παπυρολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παπυρολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία