παπυρολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παπυρολογικός < παπυρολόγος + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαπαπυρολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την παπυρολογία και τους παπυρολόγους
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παπυρολογία, πάπυρος και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία παπυρολογικός
|