Δείτε επίσης: παπυρογραφικός, παπυρικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παπυρολογικός η παπυρολογική το παπυρολογικό
      γενική του παπυρολογικού της παπυρολογικής του παπυρολογικού
    αιτιατική τον παπυρολογικό την παπυρολογική το παπυρολογικό
     κλητική παπυρολογικέ παπυρολογική παπυρολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παπυρολογικοί οι παπυρολογικές τα παπυρολογικά
      γενική των παπυρολογικών των παπυρολογικών των παπυρολογικών
    αιτιατική τους παπυρολογικούς τις παπυρολογικές τα παπυρολογικά
     κλητική παπυρολογικοί παπυρολογικές παπυρολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παπυρολογικός < παπυρολόγος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

παπυρολογικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία