Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παπυρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παπυρικ
ός
η
παπυρικ
ή
το
παπυρικ
ό
γενική
του
παπυρικ
ού
της
παπυρικ
ής
του
παπυρικ
ού
αιτιατική
τον
παπυρικ
ό
την
παπυρικ
ή
το
παπυρικ
ό
κλητική
παπυρικ
έ
παπυρικ
ή
παπυρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παπυρικ
οί
οι
παπυρικ
ές
τα
παπυρικ
ά
γενική
των
παπυρικ
ών
των
παπυρικ
ών
των
παπυρικ
ών
αιτιατική
τους
παπυρικ
ούς
τις
παπυρικ
ές
τα
παπυρικ
ά
κλητική
παπυρικ
οί
παπυρικ
ές
παπυρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παπυρικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
παπυρικός, -ή. -ό
σχετικός με τον
πάπυρο
παπυρικά
αποσπάσματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παπυρικός
αγγλικά
:
papyrus
(en)