↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παπυρικός η παπυρική το παπυρικό
      γενική του παπυρικού της παπυρικής του παπυρικού
    αιτιατική τον παπυρικό την παπυρική το παπυρικό
     κλητική παπυρικέ παπυρική παπυρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παπυρικοί οι παπυρικές τα παπυρικά
      γενική των παπυρικών των παπυρικών των παπυρικών
    αιτιατική τους παπυρικούς τις παπυρικές τα παπυρικά
     κλητική παπυρικοί παπυρικές παπυρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παπυρικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

παπυρικός, -ή. -ό

  1. σχετικός με τον πάπυρο
    παπυρικά αποσπάσματα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία