Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παπυρογραφικός η παπυρογραφική το παπυρογραφικό
      γενική του παπυρογραφικού της παπυρογραφικής του παπυρογραφικού
    αιτιατική τον παπυρογραφικό την παπυρογραφική το παπυρογραφικό
     κλητική παπυρογραφικέ παπυρογραφική παπυρογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παπυρογραφικοί οι παπυρογραφικές τα παπυρογραφικά
      γενική των παπυρογραφικών των παπυρογραφικών των παπυρογραφικών
    αιτιατική τους παπυρογραφικούς τις παπυρογραφικές τα παπυρογραφικά
     κλητική παπυρογραφικοί παπυρογραφικές παπυρογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παπυρογραφικός < παπυρογραφία / παπυρογράφος + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

παπυρογραφικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία