Βύβλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βύβλος | ||
γενική | της | Βύβλου | ||
αιτιατική | τη | Βύβλο | ||
κλητική | Βύβλε | |||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βύβλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Βύβλος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈvi.vlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βύ‐βλος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βύβλος θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Βύβλος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Βύβλος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Βύβλος | ||
γενική | τοῦ | Βύβλου | ||
δοτική | τῷ | Βύβλῳ | ||
αιτιατική | τὸν | Βύβλον | ||
κλητική ὦ! | Βύβλε | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βύβλος < χαναανικό G-B-L (Gubla). Συγγγενή: εβραϊκή גבל (Gebal), αραβική جبيل (Jbeil) -λιβανoαραβικό-
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βύβλος θηλυκό
- πόλη των Φοινίκων, χτισμένη στις ακτές του Λιβάνου. Κατά τους φοινικικούς χρόνους ήταν μεγάλο ναυτιλιακό και εμπορικό κέντρο, κυρίως εξαγωγής παπύρου.
Άλλες μορφές επεξεργασία
- Βίβουλος (αρσενικό)
Πηγές επεξεργασία
- Βύβλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.