Δείτε επίσης: Πόλη, πολύ, Κατηγορία:Πόλεις
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πόλη οι πόλεις
      γενική της πόλης* των πόλεων
    αιτιατική την πόλη τις πόλεις
     κλητική πόλη πόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πόλεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μια πόλη στην Ουαλία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πόλη θηλυκό

  1. (γεωγραφία) οικισμός με πολλά σπίτια, κατοίκους και διάφορες διοικητικές, οικονομικές ή άλλες υπηρεσίες
     δείτε  Κατηγορία:Πόλεις της Ελλάδας στο Βικιλεξικό
  2. (συνεκδοχικά) το σύνολο όσων κατοικούν σε μια πόλη

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία