πολιτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πολιτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολιτικός < πόλις
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.li.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λι‐τι‐κός
- τονικό παρώνυμο: πολίτικος
Επίθετο
επεξεργασία
πολιτικός , -ή , -ό
- που αφορά στην πολιτική
- ⮡ η πολιτική σκηνή, τα πολιτικά πράγματα, πολιτικός διάλογος
- που χαρακτηρίζει τους πολίτες και όχι τους στρατιωτικούς
- ⮡ εμφανίστηκε με πολιτικά ρούχα
Σύνθετα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- πολιτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πολιτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- πολιτικός - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- πολιτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολιτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.