Δείτε επίσης: πολίτικος

Ετυμολογία

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολιτικός η πολιτική το πολιτικό
      γενική του πολιτικού της πολιτικής του πολιτικού
    αιτιατική τον πολιτικό την πολιτική το πολιτικό
     κλητική πολιτικέ πολιτική πολιτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολιτικοί οι πολιτικές τα πολιτικά
      γενική των πολιτικών των πολιτικών των πολιτικών
    αιτιατική τους πολιτικούς τις πολιτικές τα πολιτικά
     κλητική πολιτικοί πολιτικές πολιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

πολιτικός , -ή , -ό

  1. που αφορά στην πολιτική
      η πολιτική σκηνή, τα πολιτικά πράγματα, πολιτικός διάλογος
  2. που χαρακτηρίζει τους πολίτες και όχι τους στρατιωτικούς
      εμφανίστηκε με πολιτικά ρούχα

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πολιτικός πολιτική τὸ πολιτικόν
      γενική τοῦ πολιτικοῦ τῆς πολιτικῆς τοῦ πολιτικοῦ
      δοτική τῷ πολιτικ τῇ πολιτικ τῷ πολιτικ
    αιτιατική τὸν πολιτικόν τὴν πολιτικήν τὸ πολιτικόν
     κλητική ! πολιτικέ πολιτική πολιτικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πολιτικοί αἱ πολιτικαί τὰ πολιτικᾰ́
      γενική τῶν πολιτικῶν τῶν πολιτικῶν τῶν πολιτικῶν
      δοτική τοῖς πολιτικοῖς ταῖς πολιτικαῖς τοῖς πολιτικοῖς
    αιτιατική τοὺς πολιτικούς τὰς πολιτικᾱ́ς τὰ πολιτικᾰ́
     κλητική ! πολιτικοί πολιτικαί πολιτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολιτικώ τὼ πολιτικᾱ́ τὼ πολιτικώ
      γεν-δοτ τοῖν πολιτικοῖν τοῖν πολιτικαῖν τοῖν πολιτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία