Ετυμολογία

επεξεργασία
civila < civil + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική civila civilaj
αιτιατική civilan civilajn

civila (eo)

la civila socio - η πολιτική κοινωνία