political
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | political |
συγκριτικός | more political |
υπερθετικός | most political |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαpolitical (en)
- πολιτικός
- ⮡ We expect major political changes.
- Περιμένουμε μεγάλες πολιτικές αλλαγές.
- ⮡ We expect major political changes.