Δείτε επίσης: Κατηγορία:Ταϊτιανή γλώσσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ταϊτιανά
      γενική των ταϊτιανών
    αιτιατική τα ταϊτιανά
     κλητική ταϊτιανά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταϊτιανά < ουδέτερο του ταϊτιανός < Ταϊτή + -ιανός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταϊτιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία