Δείτε επίσης: πολιοῦχος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πολιούχος οι πολιούχοι
      γενική του/της πολιούχου των πολιούχων
    αιτιατική τον/την πολιούχο τους/τις πολιούχους
     κλητική πολιούχε πολιούχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολιούχος αρσενικό ή θηλυκό

  • (για θεούς ή αγίους) ο προστάτης μιας πόλης
      Με κάθε επισημότητα πραγματοποιήθηκε ο εορτασμός του Πολιούχου Αγίου Σπυρίδωνος στον Πειραιά, με τη συμμετοχή πολιτικών και στρατιωτικών αρχών (piraeus.gov.gr, 12/12/2024 )
      Σε κλίμα κατάνυξης και μεγαλοπρέπειας εόρτασε η Κηφισιά τον πολιούχο Άγιο Δημήτριο. (Εορτασμός Αγ.Δημητρίου Πολιούχου Κηφισιάς, aeaa.gr )

Μεταφράσεις

επεξεργασία