Δείτε επίσης: Πολιοῦχος, πολιούχος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πολιοῦχος τὸ πολιοῦχον
      γενική τοῦ/τῆς πολιούχου τοῦ πολιούχου
      δοτική τῷ/τῇ πολιούχ τῷ πολιούχ
    αιτιατική τὸν/τὴν πολιοῦχον τὸ πολιοῦχον
     κλητική ! πολιοῦχε πολιοῦχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πολιοῦχοι τὰ πολιοῦχ
      γενική τῶν πολιούχων τῶν πολιούχων
      δοτική τοῖς/ταῖς πολιούχοις τοῖς πολιούχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πολιούχους τὰ πολιοῦχ
     κλητική ! πολιοῦχοι πολιοῦχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολιούχω τὼ πολιούχω
      γεν-δοτ τοῖν πολιούχοιν τοῖν πολιούχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «χυδαῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
πολιοῦχος < πόλις + -οῦχος (< ἔχω)

  Επίθετο

επεξεργασία

πολιοῦχος, -ος, -ον

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
πολιοῦχος < πολι(ός) + -οῦχος (< ἔχω)

  Επίθετο

επεξεργασία

πολιοῦχος, -ος, -ον