Δείτε επίσης: Πόλη, πολύ, Κατηγορία:Πόλεις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πόλη οι πόλεις
      γενική της πόλης* των πόλεων
    αιτιατική την πόλη τις πόλεις
     κλητική πόλη πόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πόλεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μια πόλη στην Ουαλία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πόλη < αρχαία ελληνική πόλις [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tpolH- < *tpelH- (οχύρωση). Δείτε και πολιτεία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpo.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πό‐λη
ομόηχο: πόλοι
τονικά παρώνυμα: πολύ, πολλοί, πολλή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πόλη θηλυκό

  1. (γεωγραφία) οικισμός με πολλά σπίτια, κατοίκους και διάφορες διοικητικές, οικονομικές ή άλλες υπηρεσίες
    → δείτε  Κατηγορία:Πόλεις της Ελλάδας στο Βικιλεξικό
  2. (συνεκδοχικά) το σύνολο όσων κατοικούν σε μια πόλη

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα πολιτ- → δείτε πολίτης για λέξεις όπως

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία