παπιαμέντο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παπιαμέντο ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) κρεολική γλώσσα που μιλιέται στις Αντίλλες, επίσημη γλώσσα στην Αρούμπα, αναγνωρισμένη γλώσσα στο Bonaire και στο Curaçao
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- κωδικός γλώσσας: pap
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παπιαμέντο