Βίβλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Βίβλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Βίβλος
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Βίβλος θηλυκό
- (θρησκεία) η Αγία Γραφή, δηλαδή η Παλαιά και η Καινή (νέα) Διαθήκη
- τίτλος επίσημων συλλογών επίσημων εγγράφων
Συγγενικά
επεξεργασία
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Βίβλος θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Βίβλος