μαλτέζικα
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μαλτέζικα | ||
γενική | των | μαλτέζικων | ||
αιτιατική | τα | μαλτέζικα | ||
κλητική | μαλτέζικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό Επεξεργασία
μαλτέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Σημειώσεις Επεξεργασία
- κωδικός γλώσσας: mt