Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαλτέζικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μαλτέζικ
ος
η
μαλτέζικ
η
το
μαλτέζικ
ο
γενική
του
μαλτέζικ
ου
της
μαλτέζικ
ης
του
μαλτέζικ
ου
αιτιατική
τον
μαλτέζικ
ο
τη
μαλτέζικ
η
το
μαλτέζικ
ο
κλητική
μαλτέζικ
ε
μαλτέζικ
η
μαλτέζικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μαλτέζικ
οι
οι
μαλτέζικ
ες
τα
μαλτέζικ
α
γενική
των
μαλτέζικ
ων
των
μαλτέζικ
ων
των
μαλτέζικ
ων
αιτιατική
τους
μαλτέζικ
ους
τις
μαλτέζικ
ες
τα
μαλτέζικ
α
κλητική
μαλτέζικ
οι
μαλτέζικ
ες
μαλτέζικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαλτέζικος
<
μεσαιωνική ελληνική
μαλτέζικος
<
Μαλτέζ(ος)
+
-ικος
Επίθετο
επεξεργασία
μαλτέζικος, -η, -ο
από τη
Μάλτα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
Μάλτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαλτέζικος
αρχαία ελληνικά
:
Μελιταῖος
αγγλικά
:
Maltese
(en)
πολωνικά
:
maltański
(pl)