γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Μελιταῖος Μελιταί τὸ Μελιταῖον
      γενική τοῦ Μελιταίου τῆς Μελιταίᾱς τοῦ Μελιταίου
      δοτική τῷ Μελιταί τῇ Μελιταί τῷ Μελιταί
    αιτιατική τὸν Μελιταῖον τὴν Μελιταίᾱν τὸ Μελιταῖον
     κλητική ! Μελιταῖε Μελιταί Μελιταῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Μελιταῖοι αἱ Μελιταῖαι τὰ Μελιταῖ
      γενική τῶν Μελιταίων τῶν Μελιταίων τῶν Μελιταίων
      δοτική τοῖς Μελιταίοις ταῖς Μελιταίαις τοῖς Μελιταίοις
    αιτιατική τοὺς Μελιταίους τὰς Μελιταίᾱς τὰ Μελιταῖ
     κλητική ! Μελιταῖοι Μελιταῖαι Μελιταῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Μελιταίω τὼ Μελιταί τὼ Μελιταίω
      γεν-δοτ τοῖν Μελιταίοιν τοῖν Μελιταίαιν τοῖν Μελιταίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μελιταῖος < Μελίτη (= Μάλτα) < μέλι ή < φοινικική 𐤈𐤄𐤋𐤀𐤌 (mlṭ: καταφύγιο, λιμάνι)

  Επίθετο

επεξεργασία

Μελιταῖος, -α, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία