Μάλτα

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μάλτα | οι | Μάλτες |
γενική | της | Μάλτας | — | |
αιτιατική | τη | Μάλτα | τις | Μάλτες |
κλητική | Μάλτα | Μάλτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Μάλτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική Malta < λατινική Melita < αρχαία ελληνική Μελίτη (αντιδάνειο) < μέλι[1]
Προφορά Επεξεργασία
Κύριο όνομα Επεξεργασία
Μάλτα θηλυκό
- νησιωτικό κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Μεσόγειο με πρωτεύουσα τη Βαλέτα, επίσημη γλώσσα τα Μαλτέζικα και τα αγγλικά και νόμισμα το ευρώ.
- (συνεκδοχικά) το μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου του κράτους αυτού
Επεξεργασία
Δείτε επίσης Επεξεργασία
- Μάλτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις Επεξεργασία
Μάλτα