Μάλτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μάλτα | οι | Μάλτες |
γενική | της | Μάλτας | — | |
αιτιατική | τη | Μάλτα | τις | Μάλτες |
κλητική | Μάλτα | Μάλτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmal.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μάλ‐τα
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Μάλτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική Malta < λατινική Melita < αρχαία ελληνική Μελίτη (αντιδάνειο) < μέλι[1]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜάλτα θηλυκό
- νησιωτικό κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Μεσόγειο με πρωτεύουσα τη Βαλέτα, επίσημη γλώσσα τα Μαλτέζικα και τα αγγλικά και νόμισμα το ευρώ.
- (συνεκδοχικά) το μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου του κράτους αυτού
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Μάλτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μάλτα
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Μάλτα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜάλτα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.