Μαλτέζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μαλτέζος | οι | Μαλτέζοι |
γενική | του | Μαλτέζου | των | Μαλτέζων |
αιτιατική | τον | Μαλτέζο | τους | Μαλτέζους |
κλητική | Μαλτέζε | Μαλτέζοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Μαλτέζος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Μαλτέζος < ιταλική Maltese < Malta
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Μαλτέζος αρσενικό
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από τη Μάλτα ή έχει μαλτέζικη υπηκοότητα, (στο θηλυκό: Μαλτέζα)
- ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Μαλτέζου)
Μεταγραφές
επεξεργασίαγια το επώνυμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- Κωνσταντίνος Ντίνας, (1995), Κοζανίτικα επώνυμα (1759–1916), Κοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης)