maltano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | maltano | maltanoj |
αιτιατική | maltanon | maltanojn |
maltano (eo)
- ο Μαλτέζος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | maltano | maltanoj |
αιτιατική | maltanon | maltanojn |
maltano (eo)