υπηκοότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υπηκοότητα < καθαρεύουσα ὑπηκοότης < ὑπήκοος + -ότης/-ότητα < αρχαία ελληνική ὑπήκοος < ὑπακούω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υπηκοότητα θηλυκό
- (νομικός όρος) η ιδιότητα του πολίτη ενός κράτους και τα δικαιώματα που αυτή συνεπάγεται
Ταυτόσημο
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπηκοότητα
|