ὑπακούω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαὑπακούω (μέλλων: ὑπακούσομαι)
- ακούω με προσοχή κάτι
- εισακούω παράπονα, διαμαρτυρίες, τις ακούω με την πρόθεση να κάνω κάτι θετικό, ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες κάποιου
- ανταποκρίνομαι όταν με καλούν, εμφανίζομαι στο δικαστήριο μετά από κλήτευση
- απαντώ
- απαντώ σε χτύπημα, ανοίγω την πόρτα
- υποτάσσομαι
- υποχωρώ, συναινώ, συγκατανεύω
- υπόκειμαι σε κάτι
Συγγενικά
επεξεργασία- ὑπακουστέον αυτό στο οποίο πρέπει να υπακούσει κάποιος ή όλοι
- ὑπακουός ο πειθήνιος, ο υπάκουος
- ὑπακοή λέξη των χριστιανικών χρόνων
Πηγές
επεξεργασία- ὑπακούω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ὑπακούω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπακούω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.