υποχωρώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποχωρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποχωρῶ, συνηρημένος τύπος του ὑποχωρέω. Συγχρονικά αναλύεται σε υπο- + χωρώ
- σημασία: «κάτω από πίεση» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική céder
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.po.xoˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐χω‐ρώ
Ρήμα επεξεργασία
υποχωρώ, πρτ.: υποχωρούσα, αόρ.: υποχώρησα (χωρίς παθητική φωνή)
- βαδίζω προς τα πίσω μην μπορώντας να αντέξω την εχθρική επίθεση
- ενδίδω σε μια διαμάχη ή διαπραγμάτευση, σταματώ να προβάλλω το σύνολο των απαιτήσεών μου ή τα επιχειρήματά μου, υποκύπτω και δέχομαι τις απαιτήσεις ή τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς
- ※ Καταπιανόταν με τα δύσκολα και δεν υποχωρούσε ως να τα βγάλει πέρα. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- (για κατασκευές) καταρρέω κάτω από μεγάλη πίεση
- (για χρηματικά ποσά, αρρώστια, κλίμα) μειώνομαι, μετριάζομαι
- ↪ υποχώρησε ο καύσωνας
- (μεταφορικά) παίρνει τη θέση μου κάτι άλλο
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις υπό, χωράω΄ και χωρώ
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποχωρώ | υποχωρούσα | θα υποχωρώ | να υποχωρώ | υποχωρώντας | |
β' ενικ. | υποχωρείς | υποχωρούσες | θα υποχωρείς | να υποχωρείς | ||
γ' ενικ. | υποχωρεί | υποχωρούσε | θα υποχωρεί | να υποχωρεί | ||
α' πληθ. | υποχωρούμε | υποχωρούσαμε | θα υποχωρούμε | να υποχωρούμε | ||
β' πληθ. | υποχωρείτε | υποχωρούσατε | θα υποχωρείτε | να υποχωρείτε | υποχωρείτε | |
γ' πληθ. | υποχωρούν(ε) | υποχωρούσαν(ε) | θα υποχωρούν(ε) | να υποχωρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποχώρησα | θα υποχωρήσω | να υποχωρήσω | υποχωρήσει | ||
β' ενικ. | υποχώρησες | θα υποχωρήσεις | να υποχωρήσεις | υποχώρησε | ||
γ' ενικ. | υποχώρησε | θα υποχωρήσει | να υποχωρήσει | |||
α' πληθ. | υποχωρήσαμε | θα υποχωρήσουμε | να υποχωρήσουμε | |||
β' πληθ. | υποχωρήσατε | θα υποχωρήσετε | να υποχωρήσετε | υποχωρήστε | ||
γ' πληθ. | υποχώρησαν υποχωρήσαν(ε) |
θα υποχωρήσουν(ε) | να υποχωρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υποχωρήσει | είχα υποχωρήσει | θα έχω υποχωρήσει | να έχω υποχωρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις υποχωρήσει | είχες υποχωρήσει | θα έχεις υποχωρήσει | να έχεις υποχωρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει υποχωρήσει | είχε υποχωρήσει | θα έχει υποχωρήσει | να έχει υποχωρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υποχωρήσει | είχαμε υποχωρήσει | θα έχουμε υποχωρήσει | να έχουμε υποχωρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε υποχωρήσει | είχατε υποχωρήσει | θα έχετε υποχωρήσει | να έχετε υποχωρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υποχωρήσει | είχαν υποχωρήσει | θα έχουν υποχωρήσει | να έχουν υποχωρήσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποχωρώ