Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
retreat retreats

retreat (en)

  1. υποχώρηση
  2. στρατιωτικό σήμα για υποχώρηση
  3. τελετή για την έπαρση της σημαίας
  4. μεταβολή, στροφή επί τόπου
  5. τόπος αναψυχής με γαλήνιο, ήσυχο περιβάλλον
  6. περίοδος απόσυρσης και αυτοσυγκέντρωσης
ενεστώτας retreat
γ΄ ενικό ενεστώτα retreats
αόριστος retreated
παθητική μετοχή retreated
ενεργητική μετοχή retreating

retreat (en)

  • (αμετάβατο) υποχωρώ, απομακρύνομαι από έναν τόπο ή από έναν εχθρό επειδή κινδυνεύω ή επειδή έχω νικηθεί
    ⮡  The enemy was forced to retreat.
    Ο εχθρός αναγκάστηκε να υποχωρήσει.