αυτοσυγκέντρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοσυγκέντρωση | οι | αυτοσυγκεντρώσεις |
γενική | της | αυτοσυγκέντρωσης* | των | αυτοσυγκεντρώσεων |
αιτιατική | την | αυτοσυγκέντρωση | τις | αυτοσυγκεντρώσεις |
κλητική | αυτοσυγκέντρωση | αυτοσυγκεντρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοσυγκεντρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αυτοσυγκέντρωση < αυτο- + συγκέντρωση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοσυγκέντρωση θηλυκό
- η ικανότητα μεγάλης προσήλωσης κάποιου σε ένα θέμα ώστε να μπορέσει να το σκεφτεί διεξοδικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοσυγκέντρωση