πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έπαρση οι επάρσεις
      γενική της έπαρσης* των επάρσεων
    αιτιατική την έπαρση τις επάρσεις
     κλητική έπαρση επάρσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επάρσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
έπαρση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔπαρ(σις) (αρχαία σημασία: φούσκωμα) + -ση [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

έπαρση θηλυκό

  1. η ανύψωση
      έπαρση της σημαίας
     αντώνυμα: υποστολή
  2. η αλαζονεία
      στην περίπτωση της συγκεκριμένης ταινίας είχα νιώσει ότι, ε, όπως και να το κάνεις, ο δημιουργός πήγαινε γυρεύοντας για να τον κράξουν, με τέτοιο συνδυασμό ασυναρτησίας, δηθενιάς και έπαρσης που ξετύλιγε στο πανί (Απόστολος Δοξιάδης, Το τηλεφώνημα που δεν έγινε, Εκδ. Ίκαρος, 2022)
      Παρά την μετριότητά του έχει μια έπαρση.
     συνώνυμα: ξιπασιά,υπεροψία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία