έπαρση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έπαρση | οι | επάρσεις |
γενική | της | έπαρσης* | των | επάρσεων |
αιτιατική | την | έπαρση | τις | επάρσεις |
κλητική | έπαρση | επάρσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επάρσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- έπαρση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔπαρ(σις) (αρχαία σημασία: φούσκωμα) + -ση [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈe.paɾ.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐παρ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασία
έπαρση θηλυκό
- η ανύψωση
- η αλαζονεία
- ※ στην περίπτωση της συγκεκριμένης ταινίας είχα νιώσει ότι, ε, όπως και να το κάνεις, ο δημιουργός πήγαινε γυρεύοντας για να τον κράξουν, με τέτοιο συνδυασμό ασυναρτησίας, δηθενιάς και έπαρσης που ξετύλιγε στο πανί (Απόστολος Δοξιάδης, Το τηλεφώνημα που δεν έγινε, Εκδ. Ίκαρος, 2022)
- ⮡ Παρά την μετριότητά του έχει μια έπαρση.
- ≈ συνώνυμα: ξιπασιά,υπεροψία
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- → δείτε αυτοθαυμασμός), καύχηση, κλασαυχενισμός, κομπασμός, κόρδωμα, υπερηφάνεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ έπαρση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας