αυτοθαυμασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοθαυμασμός < αυτοθαυμάζομαι + -ός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-admiration)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοθαυμασμός αρσενικό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυτοθαυμάζομαι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αυτοθαυμασμός