αυτοθαυμάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοθαυμάζομαι < αυτο- + θαυμάζομαι
Ρήμα
επεξεργασίααυτοθαυμάζομαι
Συγγενικά
επεξεργασία- αυτοθαυμασμός
- αυτοθαυμάζω
- → δείτε τις λέξεις αυτός και θαυμάζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτοθαυμάζομαι | αυτοθαυμαζόμουν(α) | θα αυτοθαυμάζομαι | να αυτοθαυμάζομαι | ||
β' ενικ. | αυτοθαυμάζεσαι | αυτοθαυμαζόσουν(α) | θα αυτοθαυμάζεσαι | να αυτοθαυμάζεσαι | (αυτοθαυμάζου) | |
γ' ενικ. | αυτοθαυμάζεται | αυτοθαυμαζόταν(ε) | θα αυτοθαυμάζεται | να αυτοθαυμάζεται | ||
α' πληθ. | αυτοθαυμαζόμαστε | αυτοθαυμαζόμαστε αυτοθαυμαζόμασταν |
θα αυτοθαυμαζόμαστε | να αυτοθαυμαζόμαστε | ||
β' πληθ. | αυτοθαυμάζεστε | αυτοθαυμαζόσαστε αυτοθαυμαζόσασταν |
θα αυτοθαυμάζεστε | να αυτοθαυμάζεστε | (αυτοθαυμάζεστε) | |
γ' πληθ. | αυτοθαυμάζονται | αυτοθαυμάζονταν αυτοθαυμαζόντουσαν |
θα αυτοθαυμάζονται | να αυτοθαυμάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτοθαυμάστηκα | θα αυτοθαυμαστώ | να αυτοθαυμαστώ | αυτοθαυμαστεί | ||
β' ενικ. | αυτοθαυμάστηκες | θα αυτοθαυμαστείς | να αυτοθαυμαστείς | αυτοθαυμάσου | ||
γ' ενικ. | αυτοθαυμάστηκε | θα αυτοθαυμαστεί | να αυτοθαυμαστεί | |||
α' πληθ. | αυτοθαυμαστήκαμε | θα αυτοθαυμαστούμε | να αυτοθαυμαστούμε | |||
β' πληθ. | αυτοθαυμαστήκατε | θα αυτοθαυμαστείτε | να αυτοθαυμαστείτε | αυτοθαυμαστείτε | ||
γ' πληθ. | αυτοθαυμάστηκαν αυτοθαυμαστήκαν(ε) |
θα αυτοθαυμαστούν(ε) | να αυτοθαυμαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτοθαυμαστεί | είχα αυτοθαυμαστεί | θα έχω αυτοθαυμαστεί | να έχω αυτοθαυμαστεί | αυτοθαυμασμένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτοθαυμαστεί | είχες αυτοθαυμαστεί | θα έχεις αυτοθαυμαστεί | να έχεις αυτοθαυμαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτοθαυμαστεί | είχε αυτοθαυμαστεί | θα έχει αυτοθαυμαστεί | να έχει αυτοθαυμαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτοθαυμαστεί | είχαμε αυτοθαυμαστεί | θα έχουμε αυτοθαυμαστεί | να έχουμε αυτοθαυμαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτοθαυμαστεί | είχατε αυτοθαυμαστεί | θα έχετε αυτοθαυμαστεί | να έχετε αυτοθαυμαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτοθαυμαστεί | είχαν αυτοθαυμαστεί | θα έχουν αυτοθαυμαστεί | να έχουν αυτοθαυμαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοθαυμάζομαι
|