↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναρκισσισμός οι ναρκισσισμοί
      γενική του ναρκισσισμού των ναρκισσισμών
    αιτιατική τον ναρκισσισμό τους ναρκισσισμούς
     κλητική ναρκισσισμέ ναρκισσισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ναρκισσισμός < γαλλική narcissisme < αρχαία ελληνική Νάρκισσ(ος) + -ισμός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /naɾ.ci.siˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναρ‐κισ‐σι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ναρκισσισμός αρσενικό

  1. η αυταρέσκεια σε υπερβολικό βαθμό, ο ακραίος αυτοθαυμασμός
    1. όταν ένα άτομο θεωρεί πως είναι καλύτερο από το σύνολο
    2. φιλοφρονεί τον εαυτό του συχνά
  2. (ψυχιατρική) η έλξη του ατόμου προς τον ίδιο του τον εαυτό

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία