ναρκισσισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ναρκισσισμός < γαλλική narcissisme < αρχαία ελληνική Νάρκισσ(ος) + -ισμός[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /naɾ.ci.siˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ναρ‐κισ‐σι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ναρκισσισμός αρσενικό
- η αυταρέσκεια σε υπερβολικό βαθμό, ο ακραίος αυτοθαυμασμός
- όταν ένα άτομο θεωρεί πως είναι καλύτερο από το σύνολο
- φιλοφρονεί τον εαυτό του συχνά
- (ψυχιατρική) η έλξη του ατόμου προς τον ίδιο του τον εαυτό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ναρκισσισμός
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ναρκισσισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας